εκατέρωθεν του...

εκατέρωθεν του...
de banda i banda del...

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Καμπούλ — I (Kbul). Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας: 2.766.800 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Αφγανιστάν καθώς και της ομώνυμης περιφέρειας (4.685 τ. χλμ.), στο δυτικό τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., εκατέρωθεν… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χώρας Τριφυλίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας ιδρύθηκε για να στεγάσει τα ευρήματα των εκτεταμένων ανασκαφών στις περιοχές της Τριφυλίας και της Πύλου, και ιδιαίτερα τα ευρήματα από το μυκηναϊκό ανάκτορο που ανασκάφηκε στο λόφο του Εγκλιανού. Στην… …   Dictionary of Greek

  • βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …   Dictionary of Greek

  • βασιλεία — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… …   Dictionary of Greek

  • τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… …   Dictionary of Greek

  • Βίλνιους — (ρωσ. Vilna, πολων. Wilnο). Πόλη (553.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βίλιγια. Ιδρύθηκε τον 10o αι. σε μια περιοχή κατοικημένη από Λευκορώσους και το 1323 έγινε πρωτεύουσα του μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Λουτσκ — (Luck). Πόλη (209.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Βολίν (20.200 τ. χλμ., 1.060.700 κάτ.). Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Στιρ, ενός παραπόταμου του Πριπιάτ. Η πόλη αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο και σημαντικό ποτάμιο …   Dictionary of Greek

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

  • Αλιάκμονας — I Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας (320 χλμ.), από όσους ρέουν αποκλειστικά σε ελληνικό έδαφος. Έχει λεκάνη απορροής 9.210 τ. χλμ. και πηγάζει από το όρος Βόιο (Γράμμος) του ορεινού συστήματος της Πίνδου. Αρχικά κατευθύνεται για λίγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”